→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἄνατος τὸ ἄνατον
      γενική τοῦ/τῆς ἀνάτου τοῦ ἀνάτου
      δοτική τῷ/τῇ ἀνάτ τῷ ἀνάτ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἄνατον τὸ ἄνατον
     κλητική ! ἄνατε ἄνατον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἄνατοι τὰ ἄνατ
      γενική τῶν ἀνάτων τῶν ἀνάτων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀνάτοις τοῖς ἀνάτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀνάτους τὰ ἄνατ
     κλητική ! ἄνατοι ἄνατ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀνάτω τὼ ἀνάτω
      γεν-δοτ τοῖν ἀνάτοιν τοῖν ἀνάτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄνατος < ἄν- στερητικό + ἄτ(η) + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

ἄνατος, -ος, -ον

  1. ανέπαφος, που δεν έχει πάθει βλάβη
    ※  5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 786 (784-786)
    ἥκεις ἔμ᾽ ἄξων, οὐχ ἵν᾽ ἐς δόμους ἄγῃς, | ἀλλ᾽ ὡς πάραυλον οἰκίσῃς, πόλις δέ σοι | κακῶν ἄνατος τῆσδ᾽ ἀπαλλαχθῇ χθονός.
    Ήλθες όχι για να με πας στο σπίτι μου, αλλά παράμερα για να με ρίξεις, | έξω απ᾽ το σύνορο της πόλης, στον νου σου έχοντας | το πώς η πόλη σου ασφαλής θα μείνει, ανέπαφη από τη χώρα αυτή.
    Μετάφραση (2004): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
  2. που δεν προξενεί βλάβη, αβλαβής, ακίνδυνος
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Ἱκέτιδες, 356
    εἴη δ᾽ ἄνατον πρᾶγμα τοῦτ᾽ ἀστοξένων.
    μ᾽ άμποτε να μη μας φέρει ζημιά των συγγενών μας ο ερχομός των ξένων,
    Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Ἱκέτιδες, 410 (410-411)
    ὅπως ἄνατα ταῦτα πρῶτα μὲν πόλει, | αὐτοῖσί θ᾽ ἡμῖν ἐκτελευτήσει καλῶς,
    • γιατί έτσι μόνο μπορεί κι η χώρα, πρώτ᾽ απ᾽ όλα να μην πάθει βλάβη καμιά | και σε καλό να βγει το πράμα για μας τους ίδιους
      Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
    • για να 'ναι ακίνδυνα αυτά πρώτα για την πόλη, | και να έχει καλή έκβαση για μας τους ίδιους,
      Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.

Συγγενικά

επεξεργασία