Δείτε επίσης: άμυλο
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἄμυλος τὸ ἄμυλον
      γενική τοῦ/τῆς ἀμύλου τοῦ ἀμύλου
      δοτική τῷ/τῇ ἀμύλ τῷ ἀμύλ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἄμυλον τὸ ἄμυλον
     κλητική ! ἄμυλε ἄμυλον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἄμυλοι τὰ ἄμυλ
      γενική τῶν ἀμύλων τῶν ἀμύλων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀμύλοις τοῖς ἀμύλοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀμύλους τὰ ἄμυλ
     κλητική ! ἄμυλοι ἄμυλ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀμύλω τὼ ἀμύλω
      γεν-δοτ τοῖν ἀμύλοιν τοῖν ἀμύλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄμυλος < ἄ- στερητικό + μύλ(η) + -ος

ἄμυλος, -ος, -ον

  • που δεν αλέστηκε σε μύλο αλλά στο χέρι

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄμυλος < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου ἄμυλος

ἄμυλος, -ου αρσενικό