ἁρμοστής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἁρμοστής | οἱ | ἁρμοσταί |
γενική | τοῦ | ἁρμοστοῦ | τῶν | ἁρμοστῶν |
δοτική | τῷ | ἁρμοστῇ | τοῖς | ἁρμοσταῖς |
αιτιατική | τὸν | ἁρμοστήν | τοὺς | ἁρμοστᾱ́ς |
κλητική ὦ! | ἁρμοστᾰ́ | ἁρμοσταί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἁρμοστᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἁρμοσταῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἁρμοστής, -οῦ αρσενικό
- αυτός που κυβερνάει
- (ειδικότερα) αρμοστής, κυβερνήτης περιοχής
- όπως Λακεδαιμόνιος κυβερνήτης μικρασιατικών πόλεων υποτελών στη Σπάρτη
- (ελληνιστική σημασία) όπως ρωμαίος διοικητής
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ἁρμός
Πηγές
επεξεργασία- ἁρμοστής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἁρμοστής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.