Δείτε επίσης: αρμοστής
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἁρμοστής οἱ ἁρμοσταί
      γενική τοῦ ἁρμοστοῦ τῶν ἁρμοστῶν
      δοτική τῷ ἁρμοστ τοῖς ἁρμοσταῖς
    αιτιατική τὸν ἁρμοστήν τοὺς ἁρμοστᾱ́ς
     κλητική ! ἁρμοστᾰ́ ἁρμοσταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἁρμοστᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ἁρμοσταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἁρμοστής < ἁρμόζω, ἁρμοσ- + -τής < ἁρμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἁρμοστής, -οῦ αρσενικό

  1. αυτός που κυβερνάει
  2. (ειδικότερα) αρμοστής, κυβερνήτης περιοχής
    1. όπως Λακεδαιμόνιος κυβερνήτης μικρασιατικών πόλεων υποτελών στη Σπάρτη
    2. (ελληνιστική σημασία) όπως ρωμαίος διοικητής
      λατινική triumvir, praefectus

Συνώνυμα

επεξεργασία