Δείτε επίσης: αχρείος
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀχρεῖος ἀχρεί
ἀχρεῖος
τὸ ἀχρεῖον
      γενική τοῦ ἀχρείου τῆς ἀχρείᾱς
ἀχρείου
τοῦ ἀχρείου
      δοτική τῷ ἀχρεί τῇ ἀχρεί
ἀχρεί
τῷ ἀχρεί
    αιτιατική τὸν ἀχρεῖον τὴν ἀχρείᾱν
ἀχρεῖον
τὸ ἀχρεῖον
     κλητική ! ἀχρεῖε ἀχρεί
ἀχρεῖε
ἀχρεῖον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀχρεῖοι αἱ ἀχρεῖαι
ἀχρεῖοι
τὰ ἀχρεῖ
      γενική τῶν ἀχρείων τῶν ἀχρείων
ἀχρείων
τῶν ἀχρείων
      δοτική τοῖς ἀχρείοις ταῖς ἀχρείαις
ἀχρείοις
τοῖς ἀχρείοις
    αιτιατική τοὺς ἀχρείους τὰς ἀχρείᾱς
ἀχρείους
τὰ ἀχρεῖ
     κλητική ! ἀχρεῖοι ἀχρεῖαι
ἀχρεῖοι
ἀχρεῖ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀχρείω τὼ ἀχρεί
ἀχρείω
τὼ ἀχρείω
      γεν-δοτ τοῖν ἀχρείοιν τοῖν ἀχρείαιν
ἀχρείοιν
τοῖν ἀχρείοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «γυναικεῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀχρεῖος < ἀ- στερητικό + χρεῖος < χρή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀχρεῖος, συγκριτικός: ἀχρειότερος, υπερθετικός:  ἀχρειότατος

  1. άχρηστος
  2. ανίκανος
  3. μη μάχιμος (σε πόλεμο)

Συγγενικά

επεξεργασία