Ετυμολογία

επεξεργασία

χρεῖος < χρή

  Επίθετο

επεξεργασία

χρεῖος, α, ον

  1. που έχει χρεία, που χρειάζεται κάτι
  2. που χρειάζεται πάρα πολλά, ο πάμφτωχος
  3. ο χρήσιμος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χρεῖος

  1. η οφειλή, το καθήκον, ο σκοπός


Συγγενικά

επεξεργασία