Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρεώ < χρέος ή χρεία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χρεώ θηλυκό

  • άλλη μορφή της λέξης χρειώ (ανάγκη, πόθος)