ἀποκομιδή
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀποκομιδή | αἱ | ἀποκομιδαί |
γενική | τῆς | ἀποκομιδῆς | τῶν | ἀποκομιδῶν |
δοτική | τῇ | ἀποκομιδῇ | ταῖς | ἀποκομιδαῖς |
αιτιατική | τὴν | ἀποκομιδήν | τὰς | ἀποκομιδᾱ́ς |
κλητική ὦ! | ἀποκομιδή | ἀποκομιδαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀποκομιδᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀποκομιδαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἀποκομιδή θηλυκό
- απομάκρυνση
- ※ ἅμα δὲ παραληψομένους τὰ πλοῖα καὶ πρόνοιαν ποιησομένους περὶ τῆς ἀποκομιδῆς αὐτῶν (Πολύβιος, Ἱστορίαι, 24, 6, 3 @perseus.tufts.edu)
- επιστροφή, επάνοδος
- ※ ἐκείνῳ δὲ ἐν ἐπικινδύνῳ πάλιν ἡ ἀποκομιδὴ ἐγίγνετο (Θουκυδίδης, Ἱστορία, 1, 137@perseus.tufts.edu)
- αναχώρηση
- απόπλους, έκπλους, σαλπάρισμα, άπαρση
- (ελληνιστική σημασία) ανάπλους, ανάπλευση
Πηγές
επεξεργασία- ἀποκομιδή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀποκομιδή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.