ἀκρόβολος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀκρόβολος < ἀκρό- + -βολος < → δείτε ἄκρος + βολ- στο βάλλω. Συγκρίνετε με το ἀκροβόλος
- Και ουσιαστικοποιημένο αρσενικό
Επίθετο
επεξεργασίαἀκρόβολος, -ος, -ον
- που πληγώνεται από μακριά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀκρόβολος, -ου
- (στρατιωτικός όρος) τοξότης, ακοντιστής
Πηγές
επεξεργασία- ἀκρόβολος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀκρόβολος, ἀκροβόλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ΣτΕ: Οι ενδείξεις του Middle Liddell (& Λίντελ) σημαίνουν: (Χρειάζεται επεξεργασία) -βόλος -βολος?
- act.
- pass.
- ΣτΕ: Οι ενδείξεις του Middle Liddell (& Λίντελ) σημαίνουν: (Χρειάζεται επεξεργασία) -βόλος -βολος?
- ἀκρόβολος - Diccionario Griego-Español (DGE en línea) [Λεξικό ελληνικών (αρχαίων) - ισπανικών online] (στα ισπανικά) του Francisco R. Adrados (Φρανθίσκο Αδράδος) & Juan Rodríguez Somolinos, έως στο λήμμα «ἔξαυος» (συντομογραφίες).