ἀκροβόλος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀκροβόλος < ἀκρο- + -βόλος < → δείτε ἄκρος + βολ- στο βάλλω. Συγκρίνετε με το ἀκρόβολος
- Και ουσιαστικοποιημένο αρσενικό .
Επίθετο επεξεργασία
ἀκροβόλος, -ος, -ον
- (στρατιωτικός όρος) που ρίχνει από μακριά
- ※ 6ος/5ος↑ αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 158
- ἀκροβόλος δ' ἐπάλξεων λιθὰς ἔρχεται
- ※ 6ος/5ος↑ αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 158
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἀκροβόλος, -ου αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος) αυτός που μάχεται από μακριά
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές επεξεργασία
- ακροβολος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀκροβόλος, ἀκρόβολος, Ἀκροβόλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.