Δείτε επίσης: ἀκρόβολος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀκροβόλος τὸ ἀκροβόλον
      γενική τοῦ/τῆς ἀκροβόλου τοῦ ἀκροβόλου
      δοτική τῷ/τῇ ἀκροβόλ τῷ ἀκροβόλ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀκροβόλον τὸ ἀκροβόλον
     κλητική ! ἀκροβόλε ἀκροβόλον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀκροβόλοι τὰ ἀκροβόλ
      γενική τῶν ἀκροβόλων τῶν ἀκροβόλων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀκροβόλοις τοῖς ἀκροβόλοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀκροβόλους τὰ ἀκροβόλ
     κλητική ! ἀκροβόλοι ἀκροβόλ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀκροβόλω τὼ ἀκροβόλω
      γεν-δοτ τοῖν ἀκροβόλοιν τοῖν ἀκροβόλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀκροβόλος < ἀκρο- + -βόλος < → δείτε  ἄκρος + βολ- στο βάλλω. Συγκρίνετε με το ἀκρόβολος
Και ουσιαστικοποιημένο αρσενικό .

  Επίθετο επεξεργασία

ἀκροβόλος, -ος, -ον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀκροβόλος, -ου αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

  Πηγές επεξεργασία