Δείτε επίσης: ὄρχος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο όρχος οι όρχοι
      γενική του όρχου των όρχων
    αιτιατική τον όρχο τους όρχους
     κλητική όρχε όρχοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
όρχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὄρχος (σειρά από οπωροφόρα δέντρα ή αμπέλια), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική parc militaire ή σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική military park[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

όρχος αρσενικό

  1. ο στρατιωτικός σχηματισμός που σε καιρό πολέμου φροντίζει για τον ανεφοδιασμό, τη συντήρηση και την επισκευή διαφόρων υλικών
  2. το σύνολο των στρατιωτικών οχημάτων
  3. ο τόπος όπου είναι συγκεντρωμένα τα στρατιωτικά οχήματα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.