όρχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | όρχος | οι | όρχοι |
γενική | του | όρχου | των | όρχων |
αιτιατική | τον | όρχο | τους | όρχους |
κλητική | όρχε | όρχοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- όρχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὄρχος (σειρά από οπωροφόρα δέντρα ή αμπέλια), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική parc militaire ή σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική military park[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαόρχος αρσενικό
- ο στρατιωτικός σχηματισμός που σε καιρό πολέμου φροντίζει για τον ανεφοδιασμό, τη συντήρηση και την επισκευή διαφόρων υλικών
- το σύνολο των στρατιωτικών οχημάτων
- ο τόπος όπου είναι συγκεντρωμένα τα στρατιωτικά οχήματα
Μεταφράσεις
επεξεργασία όρχος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- όρχος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- όρχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας