ὄρχος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ὄρχος | οἱ | ὄρχοι |
γενική | τοῦ | ὄρχου | τῶν | ὄρχων |
δοτική | τῷ | ὄρχῳ | τοῖς | ὄρχοις |
αιτιατική | τὸν | ὄρχον | τοὺς | ὄρχους |
κλητική ὦ! | ὄρχε | ὄρχοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὄρχω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὄρχοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὄρχος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὄρχος, -ου αρσενικό
- σειρά με αμπέλια ή οπωροφόρα δέντρα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 24 (ω. Σπονδαί.), στίχ. 341 (340-342)
- ὄγχνας μοι δῶκας τρισκαίδεκα καὶ δέκα μηλέας, | συκέας τεσσαράκοντ᾽· ὄρχους δέ μοι ὧδ᾽ ὀνόμηνας | δώσειν πεντήκοντα,
- δέκα μηλιές μού χάρισες, | συκιές σαράντα και δεκατρείς μού μέτρησες ωραίες αχλαδιές· είπες δικά μου | και πενήντα αράδες κλήματα,
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ὄγχνας μοι δῶκας τρισκαίδεκα καὶ δέκα μηλέας, | συκέας τεσσαράκοντ᾽· ὄρχους δέ μοι ὧδ᾽ ὀνόμηνας | δώσειν πεντήκοντα,
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας Βακχυλίδης, Επίνικοι, στίχ. 5.108 (5.103-5.110)
- ἀλλ᾽ ἀνίκατον θεὰ
ἔσχεν χώλον· εὐρυβίαν δ᾽ ἔσσευε κούρα
κάπρον ἀναιδομάχαν
ἐς καλλίχορον Καλυδῶ-
ν᾽, ἔνθα πλημύρων σθένει
ὄρχους ἐπέκειρεν ὀδώντι,
σφάζε τε μῆλα, βροτῶν
θ᾽ ὅστις εἰσάνταν μώλοι.- μα αλύγιστο ήταν της θεάς το πείσμα·
κάπρο με δύναμη φριχτή,
κάπρο στη μάχη αδίσταχτο
ξαπόστειλε η παρθένα θεά στης Καλυδώνας τους πλατιούς τους κάμπους·
με μια δύναμη, που ξεχειλούσε, ορμώντας
τ᾽ αγρίμι ρήμαζε αμπελιών αράδες με το δόντι,
ξολόθρευε και πρόβατα κι ανθρώπους,
αν κανείς του λάχαινε στο δρόμο. - Μετάφραση (2012): Θρασύβουλος Σταύρου @greek‑language.gr
- μα αλύγιστο ήταν της θεάς το πείσμα·
- ἀλλ᾽ ἀνίκατον θεὰ
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Οἰκονομικός, 20.3
- οὐδ᾽ ἂν ἀκούσαις, ἔφη, λόγου οὕτω διαθέοντος ὅτι διέφθαρται ὁ οἶκος, διότι οὐχ ὁμαλῶς ὁ σπορεὺς ἔσπειρεν, οὐδ᾽ ὅτι οὐκ ὀρθῶς τοὺς ὄρχους ἐφύτευσεν,
- δεν θα ακούσεις, είπε, να διαδίδεται π.χ. αυτή η φήμη, ότι καταστράφηκε το νοικοκυριό ενός γεωργού γιατί ο σπορέας δεν έσπειρε κανονικά τον σπόρο, ούτε και γιατί ο γεωργός δεν φύτεψε κανονικά τις σειρές των φυτών·
- Μετάφραση (2007): Έφη Δημητριάδου-Τουφεξή. Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
- οὐδ᾽ ἂν ἀκούσαις, ἔφη, λόγου οὕτω διαθέοντος ὅτι διέφθαρται ὁ οἶκος, διότι οὐχ ὁμαλῶς ὁ σπορεὺς ἔσπειρεν, οὐδ᾽ ὅτι οὐκ ὀρθῶς τοὺς ὄρχους ἐφύτευσεν,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 24 (ω. Σπονδαί.), στίχ. 341 (340-342)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὄρχος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὄρχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.