ὀρχηδόν
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ὀρχηδόν < αρχαία ελληνική ὄρχ(ος) + -ηδόν
Επίρρημα
επεξεργασίαὀρχηδόν
- στη σειρά, ο ένας μετά τον άλλο
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 144.1
- ἔμελλον λάξεσθαι ὀρχηδὸν ἕκαστος δέκα δραχμάς·
- ο καθένας τους δικαιούνταν να πάρει το μερίδιό του, δέκα δραχμές κατά κεφαλή·
- Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ἔμελλον λάξεσθαι ὀρχηδὸν ἕκαστος δέκα δραχμάς·
- ≈ συνώνυμα: λατινικά viritim
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 144.1
Πηγές
επεξεργασία- ὀρχηδόν - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὀρχηδόν - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.