↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ωόλιθος οι ωόλιθοι
      γενική του ωόλιθου
ωολίθου
των ωόλιθων
ωολίθων
    αιτιατική τον ωόλιθο τους ωόλιθους
ωολίθους
     κλητική ωόλιθε ωόλιθοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ωόλιθος < ωόν + λίθος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ωόλιθος αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία