ωόλιθος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ωόλιθος | οι | ωόλιθοι |
γενική | του | ωόλιθου & ωολίθου |
των | ωόλιθων & ωολίθων |
αιτιατική | τον | ωόλιθο | τους | ωόλιθους & ωολίθους |
κλητική | ωόλιθε | ωόλιθοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαωόλιθος αρσενικό
- ασβεστώδες πέτρωμα που αποτελείται από σφαιρικούς κόκκους, κάτι που συγκρίνεται με τα αυγά των ψαριών