ασβεστώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
ασβεστώδης
- που περιέχει ασβέστη
- ο όμοιος με ασβέστη (κατά το χρώμα, τη σύσταση, τη γεύση κλπ.)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ασβεστώδης
|