Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασβεστώδης η ασβεστώδης το ασβεστώδες
      γενική του ασβεστώδους της ασβεστώδους του ασβεστώδους
    αιτιατική τον ασβεστώδη την ασβεστώδη το ασβεστώδες
     κλητική ασβεστώδη(ς) ασβεστώδης ασβεστώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασβεστώδεις οι ασβεστώδεις τα ασβεστώδη
      γενική των ασβεστωδών των ασβεστωδών των ασβεστωδών
    αιτιατική τους ασβεστώδεις τις ασβεστώδεις τα ασβεστώδη
     κλητική ασβεστώδεις ασβεστώδεις ασβεστώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασβεστώδης < άσβεστος + -ώδης

  Επίθετο επεξεργασία

ασβεστώδης

  1. που περιέχει ασβέστη
  2. ο όμοιος με ασβέστη (κατά το χρώμα, τη σύσταση, τη γεύση κλπ.)

  Μεταφράσεις επεξεργασία