Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ωτορινολαρυγγολογικός η ωτορινολαρυγγολογική το ωτορινολαρυγγολογικό
      γενική του ωτορινολαρυγγολογικού της ωτορινολαρυγγολογικής του ωτορινολαρυγγολογικού
    αιτιατική τον ωτορινολαρυγγολογικό την ωτορινολαρυγγολογική το ωτορινολαρυγγολογικό
     κλητική ωτορινολαρυγγολογικέ ωτορινολαρυγγολογική ωτορινολαρυγγολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ωτορινολαρυγγολογικοί οι ωτορινολαρυγγολογικές τα ωτορινολαρυγγολογικά
      γενική των ωτορινολαρυγγολογικών των ωτορινολαρυγγολογικών των ωτορινολαρυγγολογικών
    αιτιατική τους ωτορινολαρυγγολογικούς τις ωτορινολαρυγγολογικές τα ωτορινολαρυγγολογικά
     κλητική ωτορινολαρυγγολογικοί ωτορινολαρυγγολογικές ωτορινολαρυγγολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ωτορινολαρυγγολογικός < ωτορινολαρυγγολογ(ία) + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

ωτορινολαρυγγολογικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία