ωτοθεραπεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ωτοθεραπεία < ωτο- + θεραπεία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική auriculotherapy[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική auriculothérapie[1])
Ουσιαστικό
επεξεργασίαωτοθεραπεία θηλυκό
- (ιατρική) μορφή εναλλακτικής ιατρικής που αντιμετωπίζει παθήσεις ολόκληρου του σώματος με διέγερση της επιφάνειας του αφτιού
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Auriculotherapy στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία ωτοθεραπεία
- ↑ 1,0 1,1 ωτοθεραπεία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)