Δείτε επίσης: φωτοθεραπεία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ωτοθεραπεία οι ωτοθεραπείες
      γενική της ωτοθεραπείας των ωτοθεραπειών
    αιτιατική την ωτοθεραπεία τις ωτοθεραπείες
     κλητική ωτοθεραπεία ωτοθεραπείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ωτοθεραπεία < ωτο- + θεραπεία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική auriculotherapy[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική auriculothérapie[1])

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ωτοθεραπεία θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 ωτοθεραπείαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)