φωτοθεραπεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φωτοθεραπεία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική photothérapie < φῶς + -θεραπεία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφωτοθεραπεία θηλυκό
- η θεραπευτική χρήση του φωτός για δερματικές ασθένειες
Μεταφράσεις
επεξεργασία φωτοθεραπεία