Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -θεραπεία οι -θεραπείες
      γενική της -θεραπείας των -θεραπειών
    αιτιατική τη(ν) -θεραπεία τις -θεραπείες
     κλητική -θεραπεία -θεραπείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

-θεραπεία < θεραπεία < αρχαία ελληνική θεραπεία (όπως ἀποθεραπεία)
για σύγχρονους όρους < λόγιο ενδογενές δάνειο: όπως από την αγγλική -theraphy.[1]

  Επίθημα επεξεργασία

-θεραπεία θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία