-θεραπεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- -θεραπεία < θεραπεία < αρχαία ελληνική θεραπεία (όπως ἀποθεραπεία)
- για σύγχρονους όρους < λόγιο ενδογενές δάνειο: όπως από την αγγλική -theraphy.[1]
Επίθημα
επεξεργασία-θεραπεία θηλυκό
- το ουσιαστικό θεραπεία ως δεύτερο συνθετικό
- σε προδιοριστικά σύνθετα, για τον τρόπο της θεραπείας που δηλώνεται από το πρώτο συνθετικό
- σε αντικειμενικά σύνθετα για την ασθένεια που θεραπεύεται που δηλώνεται από το πρώτο συνθετικό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ -θεραπεία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας