ακτινοθεραπεία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακτινοθεραπεία < ακτινο- + -θεραπεία, (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική radiothérapie)[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.kti.no.θe.ɾaˈpi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κτι‐νο‐θε‐ρα‐πεί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
ακτινοθεραπεία θηλυκό
- (ιατρική) θεραπεία με ακτινοβολίες, κυρίως ακτίνες Χ
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακτινοθεραπεία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ακτινοθεραπεία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας