ωρολογοποιός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ωρολογοποιός < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὡρολογοποιός < (ελληνιστική κοινή) ὡρολόγιον, ωρολόγ(ιο) + -ο- + -ποιός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαωρολογοποιός αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) ο κατασκευαστής, επισκευαστής και έμπορος ρολογιών
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις ρολόι και ποιώ