επισκευαστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- επισκευαστής < αρχαία ελληνική ἐπισκευαστής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
επισκευαστής αρσενικό (θηλυκό: επισκευάστρια)
- (επάγγελμα) αυτός που (κατ’ επάγγελμα) επισκευάζει κάτι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επισκευαστής
|