πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ωραιοπαθής η ωραιοπαθής το ωραιοπαθές
      γενική του ωραιοπαθούς* της ωραιοπαθούς του ωραιοπαθούς
    αιτιατική τον ωραιοπαθή την ωραιοπαθή το ωραιοπαθές
     κλητική ωραιοπαθή(ς) ωραιοπαθής ωραιοπαθές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ωραιοπαθείς οι ωραιοπαθείς τα ωραιοπαθή
      γενική των ωραιοπαθών των ωραιοπαθών των ωραιοπαθών
    αιτιατική τους ωραιοπαθείς τις ωραιοπαθείς τα ωραιοπαθή
     κλητική ωραιοπαθείς ωραιοπαθείς ωραιοπαθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ωραιοπαθής < ωραίος + -παθης (< ἒ-παθ-ον, αόριστος του πάσχω)
ΔΦΑ : /o.ɾe.o.paˈθis/ αρσενικό ή θηλυκό
ΔΦΑ : /o.ɾe.o.paˈθes/ ουδέτερο

ωραιοπαθής, -ής, -ές

  1. που ασχολείται με πάθος με την ομορφιά και την επίδειξή της
  2. που έχει πάθος με το ωραίο

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία