ωραιοπαθής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ωραιοπαθής | η | ωραιοπαθής | το | ωραιοπαθές |
γενική | του | ωραιοπαθούς* | της | ωραιοπαθούς | του | ωραιοπαθούς |
αιτιατική | τον | ωραιοπαθή | την | ωραιοπαθή | το | ωραιοπαθές |
κλητική | ωραιοπαθή(ς) | ωραιοπαθής | ωραιοπαθές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ωραιοπαθείς | οι | ωραιοπαθείς | τα | ωραιοπαθή |
γενική | των | ωραιοπαθών | των | ωραιοπαθών | των | ωραιοπαθών |
αιτιατική | τους | ωραιοπαθείς | τις | ωραιοπαθείς | τα | ωραιοπαθή |
κλητική | ωραιοπαθείς | ωραιοπαθείς | ωραιοπαθή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.ɾe.o.paˈθis/ αρσενικό ή θηλυκό
- ΔΦΑ : /o.ɾe.o.paˈθes/ ουδέτερο
Επίθετο
επεξεργασίαωραιοπαθής, -ής, -ές
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ωραιοπαθής
|