ωμοπλατιαίος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ωμοπλατιαίος < ὠμοπλατιαῖος στην καιαρεύουσα < αρχαία ελληνική ὠμοπλάτη
Επίθετο
επεξεργασίαωμοπλατιαίος
- σχετικός με την ωμοπλάτη
Μεταφράσεις
επεξεργασία ωμοπλατιαίος
ωμοπλατιαίος