Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ωμοπλατιαίοι

  1. ωμοπλατιαίος, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. ωμοπλατιαίος, στην κλητική του πληθυντικού