Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ωμοπλατιαίο

  1. ωμοπλατιαίος, στην αιτιατική του ενικού

ωμοπλατιαίο, ουδέτερο του ωμοπλατιαίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού