Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ωκύπτερος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ωκύπτερ
ος
η
ωκύπτερ
η
το
ωκύπτερ
ο
γενική
του
ωκύπτερ
ου
της
ωκύπτερ
ης
του
ωκύπτερ
ου
αιτιατική
τον
ωκύπτερ
ο
την
ωκύπτερ
η
το
ωκύπτερ
ο
κλητική
ωκύπτερ
ε
ωκύπτερ
η
ωκύπτερ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ωκύπτερ
οι
οι
ωκύπτερ
ες
τα
ωκύπτερ
α
γενική
των
ωκύπτερ
ων
των
ωκύπτερ
ων
των
ωκύπτερ
ων
αιτιατική
τους
ωκύπτερ
ους
τις
ωκύπτερ
ες
τα
ωκύπτερ
α
κλητική
ωκύπτερ
οι
ωκύπτερ
ες
ωκύπτερ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ωκύπτερος
<
αρχαία ελληνική
ὠκύπτερος
Επίθετο
επεξεργασία
ωκύπτερος, -η, -ο
(
λόγιο
) που
πετά
γρήγορα
Συνώνυμα
επεξεργασία
γοργόφτερος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ωκύπτερος