Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γοργόφτερος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
γοργόφτερ
ος
η
γοργόφτερ
η
το
γοργόφτερ
ο
γενική
του
γοργόφτερ
ου
της
γοργόφτερ
ης
του
γοργόφτερ
ου
αιτιατική
τον
γοργόφτερ
ο
τη
γοργόφτερ
η
το
γοργόφτερ
ο
κλητική
γοργόφτερ
ε
γοργόφτερ
η
γοργόφτερ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
γοργόφτερ
οι
οι
γοργόφτερ
ες
τα
γοργόφτερ
α
γενική
των
γοργόφτερ
ων
των
γοργόφτερ
ων
των
γοργόφτερ
ων
αιτιατική
τους
γοργόφτερ
ους
τις
γοργόφτερ
ες
τα
γοργόφτερ
α
κλητική
γοργόφτερ
οι
γοργόφτερ
ες
γοργόφτερ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
γοργόφτερος
<
γοργός
+
φτερό
Επίθετο
επεξεργασία
γοργόφτερος, -η, -ο
που
πετάει
με μεγάλη ταχύτητα
το
γοργόφτερο
πουλί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γοργόφτερος