Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψυχοδραματικός η ψυχοδραματική το ψυχοδραματικό
      γενική του ψυχοδραματικού της ψυχοδραματικής του ψυχοδραματικού
    αιτιατική τον ψυχοδραματικό την ψυχοδραματική το ψυχοδραματικό
     κλητική ψυχοδραματικέ ψυχοδραματική ψυχοδραματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψυχοδραματικοί οι ψυχοδραματικές τα ψυχοδραματικά
      γενική των ψυχοδραματικών των ψυχοδραματικών των ψυχοδραματικών
    αιτιατική τους ψυχοδραματικούς τις ψυχοδραματικές τα ψυχοδραματικά
     κλητική ψυχοδραματικοί ψυχοδραματικές ψυχοδραματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψυχοδραματικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική psychodramatique < αρχαία ελληνική ψυχή + δραματικός

  Επίθετο επεξεργασία

ψυχοδραματικός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με το ψυχόδραμα ή αναφέρεται σ’ αυτό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία