ψυχοδραματικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
ψυχοδραματικά < ψυχοδραματικός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
ψυχοδραματικά
- με ψυχοδραματικό τρόπο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψυχοδραματικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ψυχοδραματικός