Ετυμολογία

επεξεργασία
psychodramatique < psychodrame

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /psi.ko.dʁa.ma.tik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
psychodramatique psychodramatiques

psychodramatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία