↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψιλοκρυωμένος η ψιλοκρυωμένη το ψιλοκρυωμένο
      γενική του ψιλοκρυωμένου της ψιλοκρυωμένης του ψιλοκρυωμένου
    αιτιατική τον ψιλοκρυωμένο την ψιλοκρυωμένη το ψιλοκρυωμένο
     κλητική ψιλοκρυωμένε ψιλοκρυωμένη ψιλοκρυωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψιλοκρυωμένοι οι ψιλοκρυωμένες τα ψιλοκρυωμένα
      γενική των ψιλοκρυωμένων των ψιλοκρυωμένων των ψιλοκρυωμένων
    αιτιατική τους ψιλοκρυωμένους τις ψιλοκρυωμένες τα ψιλοκρυωμένα
     κλητική ψιλοκρυωμένοι ψιλοκρυωμένες ψιλοκρυωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψιλοκρυωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου < ψιλο- + κρυωμένος (Πρότυπο:μτχπp)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /psi.lo.kɾi.oˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψι‐λο‐κρυ‐ω‐μέ‐νος

ψιλοκρυωμένος, -η, -ο

  • λίγο κρυωμένος
    ⮡  Είμαι ψιλοκρυωμένος· ψιλοβήχω, και τρέχει η μύτη μου.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία