ψηφιδοφόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψηφιδοφόρος < αρχαία ελληνική ψηφιδοφόρος. Μορφολογικά, ψηφίδ(α) + -ο- + -φόρος (< φέρω)
Επίθετο επεξεργασία
ψηφιδοφόρος, -ος ή -α, -ο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ψηφίδα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψηφιδοφόρος
|