Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψηφιδοφόρος η ψηφιδοφόρα το ψηφιδοφόρο
      γενική του ψηφιδοφόρου της ψηφιδοφόρας του ψηφιδοφόρου
    αιτιατική τον ψηφιδοφόρο την ψηφιδοφόρα το ψηφιδοφόρο
     κλητική ψηφιδοφόρε ψηφιδοφόρα ψηφιδοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψηφιδοφόροι οι ψηφιδοφόρες τα ψηφιδοφόρα
      γενική των ψηφιδοφόρων των ψηφιδοφόρων των ψηφιδοφόρων
    αιτιατική τους ψηφιδοφόρους τις ψηφιδοφόρες τα ψηφιδοφόρα
     κλητική ψηφιδοφόροι ψηφιδοφόρες ψηφιδοφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψηφιδοφόρος < αρχαία ελληνική ψηφιδοφόρος. Μορφολογικά, ψηφίδ(α) + -ο- + -φόρος (< φέρω)

  Επίθετο επεξεργασία

ψηφιδοφόρος, -ος ή -α, -ο

  1. αυτός που φέρει ψηφίδες
  2. ψηφιδωτός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία