Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψευδωνυμοποίηση οι ψευδωνυμοποιήσεις
      γενική της ψευδωνυμοποίησης* των ψευδωνυμοποιήσεων
    αιτιατική την ψευδωνυμοποίηση τις ψευδωνυμοποιήσεις
     κλητική ψευδωνυμοποίηση ψευδωνυμοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ψευδωνυμοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψευδωνυμοποίηση < ψευδώνυμο + -ο- + -ποίηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική pseudonymization)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψευδωνυμοποίηση θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία