Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιδιωτικότητα οι ιδιωτικότητες
      γενική της ιδιωτικότητας των ιδιωτικοτήτων
    αιτιατική την ιδιωτικότητα τις ιδιωτικότητες
     κλητική ιδιωτικότητα ιδιωτικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιδιωτικότητα < ιδιωτικός + -τητα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιδιωτικότητα θηλυκό

  1. δικαίωμα των ανθρώπων να διαχειρίζονται πληροφορίες που τους αφορούν
    ※  Εφόσον μας ενδιαφέρει η ιδιωτικότητα, αξίζει να δούμε μία προς μία τις ρυθμίσεις και να τις απενεργοποιήσουμε. (Windows 10) [1]
  2. δικαίωμα των ανθρώπων να βρίσκονται μόνοι τους, χωρίς παρουσία και έλεγχο από άλλους, να απομονώνονται εφόσον το επιθυμούν

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία