privacy
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
privacy (en)
- η ιδιωτικότητα, η ιδιωτική ζωή κάποιου
- ιδιοαπόρρητο (προσωπικό απόρρητο, απόρρητο προσωπικών πληροφοριών, ιδιωτικό απόρρητο)
- η εξασφάλιση της απομόνωσης κάποιου ή κάποιων προκειμένου να διευθετήσουν ένα ζήτημα μακριά από αδιάκριτα μάτια
Δείτε επίσης επεξεργασία
- privacy στην αγγλική Βικιπαίδεια