Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψευδοφάρμακο τα ψευδοφάρμακα
      γενική του ψευδοφάρμακου
ψευδοφαρμάκου
των ψευδοφάρμακων
ψευδοφαρμάκων
    αιτιατική το ψευδοφάρμακο τα ψευδοφάρμακα
     κλητική ψευδοφάρμακο ψευδοφάρμακα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψευδοφάρμακο < ψευδο- + φάρμακο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική placebo)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψευδοφάρμακο ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία