Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλασέμπο < (λόγιο δάνειο) αγγλική placebo < λατινική placebo (θα ευχαριστήσω, μέλλοντας του placeo)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλασέμπο ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία