πλασέμπο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπλασέμπο ουδέτερο άκλιτο
- (φαρμακευτική) μίμηση φαρμάκου, χωρίς ενεργή ουσία, που χρησιμοποιείται στο διπλό τυφλό τεστ ή για την επιρροή του πάνω στον ψυχισμό ορισμένων ασθενών
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πλασέμπο
|