Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

(μεταφραστικό δάνειο) αγγλική double-blind test

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

διπλό τυφλό τεστ ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία