ψυχισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ψυχισμός | οι | ψυχισμοί |
γενική | του | ψυχισμού | των | ψυχισμών |
αιτιατική | τον | ψυχισμό | τους | ψυχισμούς |
κλητική | ψυχισμέ | ψυχισμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψυχισμός αρσενικό
- ο ψυχικός κόσμος του ατόμου, η ψυχική λειτουργία του
- έχει διαταραγμένο ψυχισμό
- η διερεύνηση του ανθρώπινου ψυχισμού είναι αντικείμενο κυρίως της ψυχολογίας, της ψυχιατρικής, αλλά και της κοινωνιολογίας
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψυχισμός
|
- ↑ ψυχισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας