ψεματάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ψεματάρης | η | ψεματάρα | το | ψεματάρικο |
γενική | του | ψεματάρη | της | ψεματάρας | του | ψεματάρικου |
αιτιατική | τον | ψεματάρη | την | ψεματάρα | το | ψεματάρικο |
κλητική | ψεματάρη | ψεματάρα | ψεματάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ψεματάρηδες | οι | ψεματάρες | τα | ψεματάρικα |
γενική | των | ψεματάρηδων | — | των | ψεματάρικων | |
αιτιατική | τους | ψεματάρηδες | τις | ψεματάρες | τα | ψεματάρικα |
κλητική | ψεματάρηδες | ψεματάρες | ψεματάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαψεματάρης, -α, -ικο
- (λαϊκότροπο) (προφορικό) που λέει ψέματα
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ψεύτης
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ψέμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψεματάρης
|