ψαθωτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ψαθωτός | η | ψαθωτή | το | ψαθωτό |
γενική | του | ψαθωτού | της | ψαθωτής | του | ψαθωτού |
αιτιατική | τον | ψαθωτό | την | ψαθωτή | το | ψαθωτό |
κλητική | ψαθωτέ | ψαθωτή | ψαθωτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ψαθωτοί | οι | ψαθωτές | τα | ψαθωτά |
γενική | των | ψαθωτών | των | ψαθωτών | των | ψαθωτών |
αιτιατική | τους | ψαθωτούς | τις | ψαθωτές | τα | ψαθωτά |
κλητική | ψαθωτοί | ψαθωτές | ψαθωτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαψαθωτός, -ή, -ό
- αυτός που μοιάζει με ψάθινος χωρίς να είναι (κατά το "ψαθοειδής") αλλά και ο όντως ψάθινος, αυτός που είναι δηλαδή πράγματι από ψάθα ή άχυρο
- που είναι γεμισμένος με ψάθα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΆλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ψαθωτός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ψαθωτός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας