ψαθερός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ψαθερός | η | ψαθερή | το | ψαθερό |
γενική | του | ψαθερού | της | ψαθερής | του | ψαθερού |
αιτιατική | τον | ψαθερό | την | ψαθερή | το | ψαθερό |
κλητική | ψαθερέ | ψαθερή | ψαθερό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ψαθεροί | οι | ψαθερές | τα | ψαθερά |
γενική | των | ψαθερών | των | ψαθερών | των | ψαθερών |
αιτιατική | τους | ψαθερούς | τις | ψαθερές | τα | ψαθερά |
κλητική | ψαθεροί | ψαθερές | ψαθερά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /psa.θeˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψα‐θε‐ρός
- παρώνυμο: ψαθυρός
Επίθετο
επεξεργασίαψαθερός, -ή, -ό
- (λογοτεχνικό) που μοιάζει με ψάθινος, που έχει τα χαρακτηριστικά της ψάθας
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη ψάθα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψαθερός
|
Πηγές
επεξεργασία- ψαθερός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)