Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψαθοποιείο τα ψαθοποιεία
      γενική του ψαθοποιείου των ψαθοποιείων
    αιτιατική το ψαθοποιείο τα ψαθοποιεία
     κλητική ψαθοποιείο ψαθοποιεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψαθοποιείο < ψάθ(α) + -ο- + -ποιείο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψαθοποιείο ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία