Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χρωμοσωμικός η χρωμοσωμική το χρωμοσωμικό
      γενική του χρωμοσωμικού της χρωμοσωμικής του χρωμοσωμικού
    αιτιατική τον χρωμοσωμικό τη χρωμοσωμική το χρωμοσωμικό
     κλητική χρωμοσωμικέ χρωμοσωμική χρωμοσωμικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χρωμοσωμικοί οι χρωμοσωμικές τα χρωμοσωμικά
      γενική των χρωμοσωμικών των χρωμοσωμικών των χρωμοσωμικών
    αιτιατική τους χρωμοσωμικούς τις χρωμοσωμικές τα χρωμοσωμικά
     κλητική χρωμοσωμικοί χρωμοσωμικές χρωμοσωμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρωμοσωμικός < χρωμόσωμα + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

χρωμοσωμικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία