χρωματοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χρωματοφόρος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική chromatophore[1] < αρχαία ελληνική χρῶμα + φέρω
Επίθετο
επεξεργασίαχρωματοφόρος, -ος/-α, -ο
- (βοτανική, βιολογία) που παράγει χρωστικές ουσίες
- (ουσιαστικοποιημένο) χρωματοφόρα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χρωματοφόρος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ χρωματοφόρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)