↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χρωματοφόρος η χρωματοφόρος
χρωματοφόρα
το χρωματοφόρο
      γενική του χρωματοφόρου της χρωματοφόρου
χρωματοφόρας
του χρωματοφόρου
    αιτιατική τον χρωματοφόρο τη χρωματοφόρο
χρωματοφόρα
το χρωματοφόρο
     κλητική χρωματοφόρε χρωματοφόρε
χρωματοφόρα
χρωματοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χρωματοφόροι οι χρωματοφόροι
χρωματοφόρες
τα χρωματοφόρα
      γενική των χρωματοφόρων των χρωματοφόρων των χρωματοφόρων
    αιτιατική τους χρωματοφόρους τις χρωματοφόρους
χρωματοφόρες
τα χρωματοφόρα
     κλητική χρωματοφόροι χρωματοφόροι
χρωματοφόρες
χρωματοφόρα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χρωματοφόρος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική chromatophore[1] < αρχαία ελληνική χρῶμα + φέρω

  Επίθετο

επεξεργασία

χρωματοφόρος, -ος/-α, -ο

  1. (βοτανική, βιολογία) που παράγει χρωστικές ουσίες
  2. (ουσιαστικοποιημένο) χρωματοφόρα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. χρωματοφόροςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)