Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χριστοκτόνος η χριστοκτόνος
χριστοκτόνα
το χριστοκτόνο
      γενική του χριστοκτόνου της χριστοκτόνου
χριστοκτόνας
του χριστοκτόνου
    αιτιατική τον χριστοκτόνο τη χριστοκτόνο
χριστοκτόνα
το χριστοκτόνο
     κλητική χριστοκτόνε χριστοκτόνε
χριστοκτόνα
χριστοκτόνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χριστοκτόνοι οι χριστοκτόνοι
χριστοκτόνες
τα χριστοκτόνα
      γενική των χριστοκτόνων των χριστοκτόνων των χριστοκτόνων
    αιτιατική τους χριστοκτόνους τις χριστοκτόνους
χριστοκτόνες
τα χριστοκτόνα
     κλητική χριστοκτόνοι χριστοκτόνοι
χριστοκτόνες
χριστοκτόνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χριστοκτόνος < Χριστ(ός) + -ο- + -κτόνος < (κτείνω)

  Επίθετο επεξεργασία

χριστοκτόνος, -ος, -ο

Άλλες γραφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία