χρεοκόπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χρεοκόπος < ελληνιστική κοινή χρεοκόπος[1] / χρεωκόπος[2] < αρχαία ελληνική χρέος / χρέως + κόπτω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχρεοκόπος αρσενικό ή θηλυκό
- (λόγιο, κυριολεκτικά) που έχει κηρύξει χρεοκοπία
- (λόγιο, μεταφορικά) αποτυχημένος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χρεοκόπος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ χρεοκόπος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ χρεωκόπος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.