Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χουλιγκανικός η χουλιγκανική το χουλιγκανικό
      γενική του χουλιγκανικού της χουλιγκανικής του χουλιγκανικού
    αιτιατική τον χουλιγκανικό τη χουλιγκανική το χουλιγκανικό
     κλητική χουλιγκανικέ χουλιγκανική χουλιγκανικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χουλιγκανικοί οι χουλιγκανικές τα χουλιγκανικά
      γενική των χουλιγκανικών των χουλιγκανικών των χουλιγκανικών
    αιτιατική τους χουλιγκανικούς τις χουλιγκανικές τα χουλιγκανικά
     κλητική χουλιγκανικοί χουλιγκανικές χουλιγκανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χουλιγκανικός < χούλιγκαν + -ικός < αγγλική hooligan

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xu.li.ɡa.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χου‐λι‐γκα‐νι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

χουλιγκανικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία