χούλιγκαν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χούλιγκαν < (άμεσο δάνειο) αγγλική hooligan
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈxu.li.ɡan/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χού‐λι‐γκαν
Ουσιαστικό επεξεργασία
χούλιγκαν αρσενικό άκλιτο
- (για οπαδούς ομάδων, κυρίως ποδοσφαιρικών) που δημιουργεί επεισόδια αντιδρώντας βίαια
- ↪ Οι χούλιγκαν άναψαν πολλές φωτιές μετά το ματς προκαλώντας τις αστυνομικές δυνάμεις.