χουλιγκάνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xu.liˈɡa.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χου‐λι‐γκά‐νο
Ουσιαστικό επεξεργασία
χουλιγκάνος αρσενικό
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του χούλιγκαν
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη χούλιγκαν
Μεταφράσεις επεξεργασία
χουλιγκάνος
|